- υπνωτικός
- -ή, -ό / ὑπνωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπνῶ, -όω]1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν)ουσία που φέρνει ύπνονεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική κατάσταση» β. «υπνωτική εξεργασία»)2. φρ. α) «υπνωτική έκσταση»(ψυχολ.) κατάσταση υψηλής ευαισθησίας στην υποβολή που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική κατάστασηβ) «υπνωτική παλινδρόμηση»(ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την επίδραση ύπνωσηςγ) «υπνωτικά μέσα»(ποιν. δίκ.) μέσα περιοριστικά ή μηδενιστικά τής συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς τού προσώπου και, ειδικότερα, τής προς αντίσταση ικανότητάς του, μέσα τών οποίων η χρήση θεωρείται ποινικώς ως άσκηση σωματικής βίαςαρχ.νυσταλέος.
Dictionary of Greek. 2013.